- εὐκαταγώνιστος
- εὐκαταγώνιστοςeasily conqueredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαταγώνιστος — εὐκαταγώνιστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυριεύεται εύκολα 2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αγωνιστος (< κατ αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ κατ αγώνιστος] … Dictionary of Greek
εὐκαταγώνιστον — εὐκαταγώνιστος easily conquered masc/fem acc sg εὐκαταγώνιστος easily conquered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγωνιστότερα — εὐκαταγώνιστος easily conquered neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγωνιστότεροι — εὐκαταγώνιστος easily conquered masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγωνίστοις — εὐκαταγώνιστος easily conquered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγωνίστους — εὐκαταγώνιστος easily conquered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγώνιστα — εὐκαταγώνιστος easily conquered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγώνιστοι — εὐκαταγώνιστος easily conquered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԻՒՐԱԿՌՈՒԵԼԻ — ( ) NBH 1 0631 Chronological Sequence: Unknown date ա. εὑκαταγώνιστος qui facile vinci potest Ընդ որում՝ դիւրին է կռուիլ. *Գազանք դիւրակռուելիք են՝ ցրտացեալ. Բրս. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)